- ἐπεκινοῦντο
- ἐπεκῑνοῦντο , ἐπί-κινέωset in motionimperf ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικινώ — ἐπικινῶ, έω (Α) [κινώ] 1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῑν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐπικινοῡμαι, έομαι χειρονομώ, κάνω κινήσεις 3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῡντο ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ) … Dictionary of Greek